- ευπερίστατος
- εὐπερίστατος, -ον (Α)1. αυτός που περιβάλλει, που περικλείει εύκολα2. (κατά τον Ησύχ.) «εὔκολος, εὐχερής»3. (κατά το λεξ. Σούδα) «μωρός, ταχέως περιτρεπόμενος».[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-στατος (< περι-ίσταμαι)].
Dictionary of Greek. 2013.